- ἀνωφέλητα
- ἀνωφέλητοςunprofitableneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνωφέλητ' — ἀνωφέλητα , ἀνωφέλητος unprofitable neut nom/voc/acc pl ἀνωφέλητε , ἀνωφέλητος unprofitable masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιτύω — Α [φῑτυ] 1. φυτεύω, σπέρνω 2. φέρνω στη ζωή, δημιουργώ («ὅστις δ ἀνωφέλητα φιτύει τέκνα», Σοφ.) 3. μεσ. φιτύομαι (για γυναίκα) γεννώ, τίκτω («Ἠὼς... Κεφάλῳ φιτύσατο υἱόν», Ησίοδ.) … Dictionary of Greek